- Πανόληπτος
- Πᾱνόληπτος, ον,A possessed by Pan, Mim.Oxy.413.173, Herm.in Phdr.p.105 A.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Πανόληπτος — ον, Α αυτός που κατέχεται από τον θεό Πάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πάν, Πανός + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. μουσό ληπτος] … Dictionary of Greek
Πανόληπτοι — Πανόληπτος possessed by Pan masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)